-
1 ὀμφαλός
ὀμφᾰλός (acc. only.)1 navela of the Delphic shrine of Apollo.πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος P. 4.74
ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.3
ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ P. 11.10
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα Pae. 6.17
γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
]ος ὀμφαλόν (εὐκάρπ[ου χθον]ὸς supp. Snell ex alio frag. papyri) fr. 215b. 12. test. Strabo, 9. 3. 6, καὶ ἐκάλεσαν τῆς γῆς ὀμφαλόν, προσπλάσαντες καὶ μῦθον, ὅν φησι Πίνδαρος, ὅτι συμπέσοιεν ἐνταῦθα οἱ αἰετοὶ οἱ ἀφεθέντες ὑπὸ τοῦ Διός, ὁ μὲν ἀπὸ τῆς δύσεως, ὁ δ' ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς fr. 54, cf. Paus., 10. 16. 3.b centre, heart θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις ὀιχνεῖτε πανδαίδαλον τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. -
2 μέσος
μέσος, μέσσος (-ῳ, -ον, -οισι; -αις; -ον acc., -α acc.).1 adj.a the centre, middle of, mid-Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε O. 6.58
πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος i. e. the central navel of the earth P. 4.74 εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (sc. γενέσθαι: v. Fränkel, D & P, 506̆{8}) P. 9.113b by the middle of the body. ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (sc. σε. πρὸς ἑαυτὸν τοῦτο λέγει ὁ Πίνδαρος. Σ.) N. 4.372 subs.a n. s. pro subs. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι i. e. publicly fr. 42. 4.b pl. pro subs., midst of a group.ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224
εἶπε δ' ἐν μέσσοις P. 9.119
ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.23
εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
c n. pl. pro subs. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων i. e. the middle classes P. 11.52 -
3 μέσσος
μέσος, μέσσος (-ῳ, -ον, -οισι; -αις; -ον acc., -α acc.).1 adj.a the centre, middle of, mid-Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε O. 6.58
πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος i. e. the central navel of the earth P. 4.74 εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (sc. γενέσθαι: v. Fränkel, D & P, 506̆{8}) P. 9.113b by the middle of the body. ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (sc. σε. πρὸς ἑαυτὸν τοῦτο λέγει ὁ Πίνδαρος. Σ.) N. 4.372 subs.a n. s. pro subs. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι i. e. publicly fr. 42. 4.b pl. pro subs., midst of a group.ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224
εἶπε δ' ἐν μέσσοις P. 9.119
ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.23
εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
c n. pl. pro subs. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων i. e. the middle classes P. 11.52 -
4 μήτηρ
μήτηρ, [dialect] Dor. [full] μάτηρ, ἡ: though parox. in nom., it follows πατήρ in the accent of the obliq. cases, gen. μητερος [var] contr. μητρός, dat. μητέρι, μητρί, both forms being found in Hom., but the longer forms rarely in Trag. exc. lyr., asA ; ; μητέρος in iambics, E.HF 843, Or. 580, Rh. 393: acc. always μητέρα, μητέρας: voc. μῆτερ:— mother, Il.1.351, etc.; of animals, dam, 17.4, Od.10.414; of a mother-bird, Il.2.313; of queen bees, Arist.HA 553a29, etc.; ἀπὸ ματρὸς φίλας, ἐκ ματρός, from one's mother's womb, Pi.P.5.114, A.Ch. 422 (lyr.): in pl., mother and grandmother, Plu. Agis9; as an address to elderly women,ὦ μῆτερ D.S.17.37
, cf. Theoc.15.60, etc.: in titles, μ. πατρίδος, = Mater Patriae, D.C.58.2; μ. τῶν ἀηττήτων στρατοπέδων, = Mater invictorum castrorum, of Julia Domna, BGU 362 xi 16 (iii A.D.).2 of lands, μ. μήλων, θηρῶν, mother of flocks, of game, Il. 2.696,8.47, etc.; freq. of Earth,γῆ πάντων μ. Hes.Op. 563
;πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο.. ματέρος Pi.P.4.74
;γῆ μήτηρ A.Th.16
, etc.;ὦ γαῖα μῆτερ E.Hipp. 601
; ἡ Μήτηρ, = Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄγουσι Hdt.8.65; also of Rhea, Pi.P.3.78;ὦ Πὰν.., Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Id.Fr.95
, cf. E.Hel. 1355 (lyr.);μ. ὀρεία Ar.Av. 746
(lyr.);Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121
; M. (Halic., iv B.C.); as title of Isis, PPetr.3p.2 (cf. p.xi) (iii B.C.).3 freq. of one's native land,μᾶτερ ἐμά, Θήβα Pi.I.1.1
, cf. P.8.98, A.Th. 416, Isoc.4.25; and so, like μητρόπολις, Pi.O.9.20, cf. 6.100;ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μ. S.Ph. 326
.II poet., the origin or source of events, μ. ἀέθλων, of Olympia, Pi.O.8.1;πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. A.Th. 225
;ἡ γνώμη κακῶν μ. S.Ph. 1361
; of night, as the mother of day, A.Ag. 265; the grape of wine, Id.Pers. 614, cf. E. Alc. 757;ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6
; Aphrodite of the Loves, Id.Fr.122.4; φάτις ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, of a rumour, S.Aj. 174 (lyr.): also in Prose,γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα X.Oec.5.17
; πολιτειῶν μητέρες δύο (sc. μοναρχία and δημοκρατία) Pl.Lg. 693d. (Cf. Lat. mater, OE. módor, etc.) -
5 μάτηρ
1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 “ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 “ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 “ φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 “ ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1
“ ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον DexitheaΠα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.2 epith. of divinities.a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74
ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.3 met.,a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98bμᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1
οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2
ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.984 fragg.ματερ[ Pae. 3.6
]ματε[ρ Δ. 2. 32. -
6 ἐρέω
1ῥηθέν. ϝερ- P. 4.142
, fr. 42. 2. the act. is used as fut. of λέγω.)a abs. I shall speak “ εἰδότι τοι ἐρέω” P. 4.142 “εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.51b c. acc.καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57
[ ἐρέω codd., contra met.: ἄρα Wil.: ἀπὸ Stone) P. 1.77]μάντευμα πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74
λεγόμενον ἐρέω P. 5.108
τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2. [ ῥηθὲν (codd.: del. Bothe) fr. 121. 3.]c followed by indirect. quest. [μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι (codd., Snell: ἀνερεῖ Gildersleeve) N. 7.68]d pass., impers.τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.59
-
7 εὔδενδρος
1 well woodedὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
cf. παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (διὰ τὰ τῶν ἐλαιῶν φυτὰ, ἅπερ Ἡρακλῆς ἐξ Ψπερβορέων κομίσας ἐνεφύτευσε τῇ γῇ. Σ.) N. 11.25πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.73
εὔδ]ενδροι (supp. Lobel) Δ. 4. h. 4.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий